- ὀρεσσίφυτος
- ὀρεσσῐ-φῠτος, ον,A growing on mountains, ῥίζα ib.44.272.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορεσσίφυτος — ὀρεσσίφυτος, ον (Α) αυτός που φύεται στα όρη, που φυτρώνει στα βουνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσσι (βλ. λ. όρος [II]) + φυτος (< φυτός < φύομαι), πρβλ. οινό φυτος] … Dictionary of Greek
ὀρεσσιφύτῳ — ὀρεσσίφυτος growing on mountains masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek